εθνεγέρτης

εθνεγέρτης
ο
αυτός που εξεγείρει το έθνος σε εθνικούς, απελευθερωτικούς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. έθνος + εγείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Περικλή Καλαθάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εθνεγέρτης — ο αυτός που ξεσηκώνει το έθνος σε επανάσταση για την αποτίναξη του ξενικού ζυγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εθνεγερσία — η επανάσταση έθνους για την ανάκτηση τής ελευθερίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθνεγέρτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλέξ. Σούτσο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”